Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | γλωσσικό λεξικό
γλωσσικό λεξικό
language dictionary
Ορισμός
συστηματικός κατάλογος λέξεων οι ερμηνείες των οποίων ακολουθούν ομοιόμορφη σχηματομορφή και δίνουν γλωσσικές επεξηγήσεις των λέξεων αυτών σε μία γλώσσα ή παρέχουν τα ισοδύναμά τους σε άλλη γλώσσα
Σημειώσεις
Τα γλωσσικά λεξικά μπορεί να είναι μονόγλωσσα ή πολύγλωσσα, γενικά ή ειδικά (ορολογικά). Συχνά στην αγγλική χρησιμοποιήθηκε και η λέξη thesaurus (θησαυρός), αν και σήμερα έχει πάρει άλλη, συγκεκριμένη σημασία.
Παραδείγματα
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ)
Πεντάγλωσσον λεξιλόγιον τεχνικών όρων μετά ξενόγλωσσων αλφαβητικών ευρετηρίων / Γ. Χαλκιόπουλου
Πηγή ορισμού
ISO 5127:2017 Information and documentation — Foundation and vocabulary
Αλλες πηγές
- Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Στο: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/index.html
- ΕΛΟΤ 1381:2013 Πληροφόρηση και τεκμηρίωση – Λεξιλόγιο
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:52:36
×