Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | γλωσσικός πόρος
Ορισμός
Σημειώσεις
Είναι σύνολα γλωσσικών δεδομένων, κυρίως ψηφιακά, που είναι συγκεντρωμένα και δομημένα σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια και τεκμηριώνονται με ορισμένο σχήμα μεταδεδομένων. Οι γλωσσικοί πόροι χρησιμοποιούνται στη μελέτη της γλώσσας, στη δημιουργία, αξιολόγηση και βελτίωση συστημάτων γλωσσικής τεχνολογίας, στις ψηφιακές εκδόσεις, στην εκπαίδευση, καθώς και γενικά σε επιστήμη και κάθε δραστηριότητα γενικά, ως πρωτογενές ή δευτερογενές υλικό. (Γαβριηλίδου, 2018). Στους γλωσσικούς πόρους περιλαμβάνονται λεξικά, ορολογικοί πόροι, οντολογίες, λίστες λέξεων, σώματα κειμένων, βάσεις δεδομένων, γλωσσικά μοντέλα, υπηρεσίες αυτόματης μετάφρασης κ.ά. Για τη συγκέντρωση και διάθεση γλωσσικών πόρων υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ερευνητική Υποδομή CLARIN και στην Ελλάδα το clarin:el.
Παραδείγματα
Η υπηρεσία CLARIN-EL
Πηγή ορισμού
Αλλες πηγές
- Γαβριηλίδου, Μ. (2018). Γλωσσικοί πόροι και Γλωσσική Τεχνολογία. Στο: Ημερίδα 27/6/2018, Ινστιτούτου Ινστιτούτο Επεξεργασίας Λόγου, ΕΚ «Αθηνά». Διαθέσιμο από: https://www.clarin.gr/sites/default/files/Languageresourcesandlanguageprocessingtools.pdf
- Clarin:el. Εθνική Υποδομή Γλωσσικών Πόρων & Τεχνολογιών. Διαθέσιμο από: https://www.clarin.gr/el