Skip to main content

Search from vocabulary

Αναζήτηση λήμματος

λεξικολόγιο
lexicon

Ορισμός

πόρος αποτελούμενος από λεξικά λήμματα για μία ή περισσότερες γλώσσες

Σημειώσεις

Ο αγγλικός όρος lexicon κατασημαίνει τη γενική έννοια που αναφέρεται στο λεξιλόγιο μιας συγκεκριμένης γλώσσας ή ενός θέματος ή μιας ομάδας ανθρώπων, συχνά χωρίς πεπερασμένο αριθμό λημμάτων. Είναι όρος κυρίως της γλωσσολογίας και αναφέρεται στο λεξικό που περιλαμβάνει ένα σύνολο από λεξήματα. Παρά ταύτα, συχνά χρησιμοποιείται πιο ελεύθερα ως συνώνυμος των όρων dictionary και vocabulary. Στην ελληνική αντιστοιχεί στο «λεξιλόγιο», όταν π.χ. αναφερόμαστε στη γνώση που έχει ή στη χρήση που κάνει ένας άνθρωπος σχετικά με μια γενική γλώσσα ή τη γλώσσα σε ένα ειδικό θέμα ή ένα ιδίωμα κτλ. Για αποφυγή παρερμηνειών, δεν επιλέγεται στο παρόν η χρήση των συνώνυμων όρων «λεξικό» και «λεξιλόγιο», αν και στην πράξη χρησιμοποιούνται ίσως και ευρύτερα του όρου «λεξικολόγιο» που έχει προταθεί στο πεδίο της γλωσσολογίας.


Πηγή ορισμού

ISO 24613-1:2019 Language resource management — Lexical markup framework (LMF) — Part 1: Core model

Αλλες πηγές

  • ΕΛΟΤ 1448:2019 Ορολογικά προϊόντα και υπηρεσίες — Επισκόπηση και καθοδήγηση για την ανάπτυξη
  • Ξυδόπουλος, Γ. (χ.χ.). Ηλεκτρονικό Γλωσσάρι Ορολογίας της Γλωσσολογίας / Online Glossary of Linguistic Terminology. Διαθέσιμο από: http://lingtermbase.neurolingo.gr/

Θέμα

Γλώσσα και ορολογία

Κεφάλαιο

Γενικές έννοιες

Εικόνα

λεξικολόγιο

Το Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας όπως συνέταξε και επιμελήθηκε ομάδα επιστημόνων στη Σχολή Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Cambridge (Cambridge University Press, 2021).

Στοιχεία σύνταξης

Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2024-04-18 08:40:10