Skip to main content

Search from vocabulary

Αναζήτηση λήμματος

Νομικά ζητήματα πληροφόρησης και τεκμηρίωσης | Πνευματική ιδιοκτησία | λογοκλόπος

λογοκλόπος
plagiarist
plagiary <person>

Ορισμός

πρόσωπο που ιδιοποιείται με ανήθικο, παράνομο τρόπο ξένη πνευματική περιουσία

Ιστορική σημείωση

Στο Λεξικό Merriam-Webster δηλώνεται ο αγγλικός όρος plagiary ως το πρόσωπο που κάνει λογοκλοπή (one that plagiarizes), σημειώνοντας ότι είναι παλιός όρος (archaic), και ότι σήμερα συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος plagiarist.


Πηγή ορισμού

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/

Αλλες πηγές

  • Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης.  Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/
  • Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (ΛΝΕΓ). (2η έκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ

Θέμα

Πνευματική ιδιοκτησία

Κεφάλαιο

Νομικά ζητήματα πληροφόρησης και τεκμηρίωσης

Στοιχεία σύνταξης

Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:54:09