Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | μερωνυμία
μερωνυμία
meronymy
Ορισμός
σημασιολογική σχέση ανάμεσα σε λεξήματα που το ένα είναι μέρος ενός άλλου που αποτελεί το όλον
Σημειώσεις
Η μερωνυμία είναι έννοια της γλωσσολογίας και αντιστοιχεί στη μεριστική σχέση της Ορολογίας για την περίπτωση που τα λεξήματα είναι όροι.
Παραδείγματα
Το στόμα είναι τμήμα του προσώπου. Το σασί είναι μέρος του αυτοκινήτου. Το στόμα βρίσκεται σε σχέση μερωνυμίας ως προς το πρόσωπο και αντίστοιχα το σασί αυτοικινήτου ως προς το αυτοκίνητο.
Αλλες πηγές
- Θεοδωροπούλου, Μ. (χ.χ.). Μερωνυμία [meronymy]. Στο: Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=616
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:54:09
×