Skip to main content

Search from vocabulary

Αναζήτηση λήμματος

Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | ρίζα

ρίζα
root

Ορισμός

η μορφολογική μονάδα που αποτελεί το κοινό τμήμα διάφορων λέξεων και είναι φορέας της κύριας κοινής σημασίας τους

Σημειώσεις

Είναι το στοιχείο μιας λέξης που αποτελεί την ετυμολογική βάση μιας οικογένειας λέξεων που παράγονται με προσθήκη παραγωγικής κατάληξης, προσφύματος κτλ. Στο πρότυπο ΕΛΟΤ 822 διατυπώνονται κανόνες για τη συντομογράφηση λέξεων που παράγονται από την ίδια ρίζα και αποδίδουν την ίδια (εικόνα:εικ., εικονογράφηση:εικ.) ή διαφορετική έννοια (π.χ. εργασία:εργ., εργαστήριο:εργαστ.). Σημειώνεται πάντως ότι ο όρος «ρίζα» πλέον χρησιμοποιείται στην ιστορική/διαχρονική ανάλυση των λέξεων και σήμερα το παραπάνω αντιστοιχεί στον όρο «θέμα» (βλ. Γιαννουλοπούλου, 2012).


Παραδείγματα

Οι λέξεις «κτήμα», «απόκτημα», «κτήση», «κτήνος» παράγονται από τη ρίζα κτη- .


Πηγή ορισμού

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/

Αλλες πηγές

  • Γιαννουλοπούλου, Γ. (2012). Ρίζα. Στο Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=101
  • ΕΛΟΤ 822:2004 Πληροφόρηςη και τεκμηρίωςη – Βιβλιογραφική περιγραφή και αναφορές – Κανόνες για τη σύντμηση βιβλιογραφικών όρων
  • ΕΛΟΤ 1211:2004 Πληροφόρηση και τεκμηρίωση – Κανόνες για την σύντμηση τίτλων δημοσιευμάτων
  • Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης. Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/

Θέμα

Γλώσσα και ορολογία

Κεφάλαιο

Γενικές έννοιες

Στοιχεία σύνταξης

Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 17:03:35