Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | σημασιολογία
(αντί) σημαντική (ουσ.)
Ορισμός
Σημειώσεις
Η σημασιολογία ασχολείται με τη σημασία των λέξεων, των προτάσεων και των εκφωνημάτων, τις διάφορες σχέσεις (όπως συνωνυμία, αντωνυμία), τη σημασιακή ανάλυση μιας έκφρασης, τη σχέση της σημασίας με τα άλλα επίπεδα της γλώσσας (γραμματική, σύνταξη, φωνολογία) τη σημασιολογική μεταβολή, τη δομή του λεξιλογίου κτλ.
Ιστορική σημείωση
Σχετικά με την προτίμηση του όρου σημασιολογία αντί σημαντικής, στο Λεξικό Μπαμπινιώτη (λήμμα 'σημασιολογία') διατυπώνεται όλο το ιστορικό δημιουργίας και καθιέρωσης των δύο όρων. Ο πρώτος όρος, σημασιολογία, είναι ετυμολογικά διαφανέστερος -και γι' αυτό, όπως σημειώνεται, προτιμότερος. Πλάστηκε το 1825 στη Γερμανική (Semasiologie), για να δηλώσει κυρίως τη μελέτη τής μεταβολής των σημασιών, και από τα τέλη τού 19ου αι. πέρασε στις άλλες γλώσσες (γαλλ. semasiologie 1884, αγγλ. semasiology, 1875-80). Στην Ελληνική πρωτοχρησιμοποιήθηκε (το 1860) από τον γλωσσολόγο Eημ. Μαυροφρύδη και καθιερώθηκε από τον Γ. Χατζιδάκι. Παράλληλα, είχαν πλάσει (από το ελλην. σημαίνω) και το επίθ. σημαντικός (αγγλ. semantic, γαλλ. sémantique), απ' όπου σχημάτισαν αργότερα τον όρο σημαντική (γαλλ. sémantique 1883, αγγλ. semantics 1895-1900). Δεδομένου όμως ότι δεν περιέχεται η λέξη σημασία, εόναι λιγότερο διαφανής και δεν έχει επικρατήσει.
Πηγή ορισμού
Αλλες πηγές
- Νικηφορίδου, Κ. (2012). Σημασιολογία. Στο Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=124
- ΛΝΕΓ
- Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης. Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/