Skip to main content

Search from vocabulary

Αναζήτηση λήμματος

Χρήση πληροφοριών και τεκμηρίων | Χρήση πληροφοριακών πόρων | προσβαίνω

προσβαίνω
προσπελάζω
access (v.)

Ορισμός

πλησιάζω, προσεγγίζω, έρχομαι σε επαφή με έναν χώρο, έναν τόπο, ένα σύστημα, ένα κείμενο, έναν άνθρωπο κτλ.

Σημειώσεις

ουσ. πρόσβαση, προσπέλαση.


Πηγή ορισμού

Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης.  Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/

Αλλες πηγές

Θέμα

Χρήση πληροφοριακών πόρων

Κεφάλαιο

Χρήση πληροφοριών και τεκμηρίων

Στοιχεία σύνταξης

Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:46:51