Πολιτισμός - Μουσεία | Πολιτισμική κληρονομιά | αντίκα
αντίκα
antique (n.)
Ορισμός
αντικείμενο (κυρίως κόσμημα, έπιπλο, εργαλείο ή σκεύος) του οποίου η αξία έγκειται τόσο στην τέχνη όσο και στην παλαιότητά του
Πηγή ορισμού
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Αλλες πηγές
- Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης. Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/
Θέμα
Πολιτισμική κληρονομιά
Κεφάλαιο
Πολιτισμός - Μουσεία
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:46:29
×