Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | ειδική γλώσσα
ειδική γλώσσα
(αντί) γλώσσα ειδικού σκοπού
(αντί) γλώσσα ειδικού σκοπού
special language
language for special purposes, language for specific purposes, LSP
language for special purposes, language for specific purposes, LSP
Ορισμός
γλώσσα που χρησιμοποιείται σε ένα θεματικό πεδίο και χαρακτηρίζεται από τη χρήση είδιων γλωσσικών μέσων έκφρασης
Σημειώσεις
Είναι οι γλώσσες που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν σε κάποιον τομέα, (επαγγελματικό, επιστημονικό κτλ.)∙ π.χ. η γλώσσα των μηχανικών, η γλώσσα των ναυτικών, «τα αγγλικά για τις επιχειρήσεις και τη διοίκηση». Oι ειδικές γλώσσες αποτελούν επιμέρους συστήματα που στηρίζονται στη - και παράγονται από τη - γενική γλώσσα. Τα είδια γλωσσικά μέσα έκφρασης περιλαμβάνουν οπωσδήποτε ορολόγιο και φρασεολόγιο σε ένα ειδικό θεματικό πεδίο, ενώ μπορεί επίσης να καλύπτουν υφολογικά και συντακτικά γνωρίσματα.
Πηγή ορισμού
ΕΛΟΤ 561-1:2006 Ορολογικό έργο – Λεξιλόγιο – Μέρος 1: Θεωρία και εφαρμογές
Αλλες πηγές
- ISO 1087:2019 Terminology work and terminology science — Vocabulary
- ISO 5127:2017 Information and documentation — Foundation and vocabulary
- ISO 29383:2020 Terminology policies — Development and implementation
- ΕΛΟΤ 1443:2012 Ορολογικές πολιτικές – Ανάπτυξη και υλοποίηση
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 17:00:57
×