Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | αργκό (θηλ.)
αργκοτική γλώσσα
(αντί) σλανγκ
slang language
Ορισμός
Σημειώσεις
Όπως αναφέρεται στο ΛΝΕΓ, αργκό είναι κάθε συνθηµατική γλώσσα που χρησιµοποιείται από κοινωνικές οµάδες και διαφοροποιείται από την κοινώς αποδεκτή και καθιερωµένη γλώσσα, κυρίως σε επίπεδο λεξιλογίου. Συμπληρώνει δε ότι μορφές συνθηµατικής γλώσσας χρησιµοποιούνται από πολλά είδη κοινωνικών οµάδων, που χρειάζονται αυτού τού είδους την ιδιαίτερη συνεννόηση, για να εντυπωσιάσουν, να διαµαρτυρηθούν, να συγκαλύψουν ή και να κρυφτούν. Τέτοια συνθηµατικά ιδιώµατα χρησιµοποιούν οι νέοι, οι στρατιώτες, οι διανοούµενοι, οι µαστόροι (παλαιότερα) και διάφορες περιθωριακές οµάδες (κακοποιοί, πόρνες, τοξικοµανείς, οµοφυλόφιλοι κ.ά.), με κοινό στόχο όλων την ιδιαίτερη -µη προσιτή σε όλους- ή και κρυφή, µυστική συνεννόηση. Όταν το ιδιωματικό λεξιλόγιο χρησιμοποιείται από ειδική επιστημονική ή επαγγελματική ομάδα, ονομάζεται ζαργκόν (βλ. λήμμα). Αναζήτηση σε αργκοτική γλώσσα μπορεί να γίνει στο φόρουμ slang.gr και στο πολυμεσικό διαδικτυακό λεξικό cyslang.gr. Το cySlang με έδρα την Κύπρο, επιχειρεί, όπως σημειώνεται στον ιστότοπό του, να παρουσιάσει συστηματικά και παραστατικά μία από τις λιγότερο μελετημένες όψεις όχι μόνο της κυπριακής διαλέκτου, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής γλώσσας.
Ιστορική σημείωση
Σχετικά με την ετυμολογία της λέξης αργκό, στο ΛΝΕΓ αποδίδεται στη γαλλική λέξη argot η οποία προέρχεται από την παλαιότερη argoter που σημαίνει «επαιτώ, ζητιανεύω». Επισημαίνει επίσης ότι η παλαιότερη Γαλλική χρησιµοποιούσε ήδη την ηχοµιµητική λέξη jargon που αρχικά σήμαινε τη «γλώσσα των πουλιών».
Παραδείγματα
αρφάς = Αυτός που κατατάσσεται στον κυπριακό στρατό τον Ιανουάριο. (Πηγή: https://www.cyslang.com/dictionary/αρφάς/)
φυστίκας= Η λέξη που περιγράφει έναν άνθρωπο χαζό, ή και ενοχλητικό με έφεση στην αποδοχή καρπαζιών, ολογράφως φάπας. (Πηγή: https://www.slang.gr/lemma/25983-fystikas)
αρβύλα = (στρατιωτική αργκό) ως χαρακτηρισµός τού σκληρού κρέατος (Πηγή: ΛΝΕΓ)
Πηγή ορισμού
Αλλες πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (ΛΝΕΓ). (2η έκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ
- Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης. Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/
- Χαραλαμπάκης, Χ. Γ. (Επιμ.). (2014/2022). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (ΧΛΝΓ). Ακαδημία Αθηνών. https://christikolexiko.academyofathens.gr/
- Κατσογιάννου, Μ. (Επιμ.). (2024). CySlang [πολυμεσικό διαδικτυακό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου]. Διαθέσιμο από: https://www.cyslang.com/
- SLANG.gr [φόρουμ]. Διαθέσιμο από: https://www.slang.gr/definition/12368-slangk
- Κάτος, Γ.Β. (2016). Λεξικό Γεωργίου Κάτου της Λαϊκής και Περιθωριακής γλώσσας. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: http://georgakas.lit.auth.gr/dictionaries/index.php/leksika/katou-g