Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | ιδιόλεκτος (θηλ.)
ιδιόλεκτος (θηλ.)
ιδιόλεκτο (ουδ.)
ιδιόλεκτο (ουδ.)
idiolect
Ορισμός
η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα άτομο και με επέκταση η ιδιαίτερη γλώσσα που πλάστηκε και χρησιμοποιείται από ένα περιορισμένο σύνολο ατόμων
Σημειώσεις
Ιδιόλεκτος είναι το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που αποτελούν το ξεχωριστό, προσωπικό ύφος και τρόπο έκφρασης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, μιας οικογένειας, μαις ομάδας φίλων κτλ.
Πηγή ορισμού
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Αλλες πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (ΛΝΕΓ). (2η έκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ
- Γούτσος, Δ. (2012). Ύφος. Στο Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=164
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:54:00
×