Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | ιδίωμα
ιδίωμα
idiom
Ορισμός
τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στον χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου
Σημειώσεις
Ιδίωμα είναι η γεωγραφικά διαφοροποιημένη χρήση μιας γλώσσας, η τοπική διάλεκτος ορισμένης περιοχής κατ' αντιδιαστολή προς τη διάλεκτο που δηλώνει μείζονα γεωγραφική διαφοροποίηση που περιλαμβάνει περισσότερα ιδιώματα (ΛΝΕΓ). Σε σύγκριση με τη διάλεκτο, το ιδίωμα έχει λίγες διαφορές από την επίσημη γλώσσα, κυρίως στην προφορά και στο λεξιλόγιο. Πολλά ιδιώματα σε μια γεωγραφική περιοχή με σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους αποτελούν τη διάλεκτο της περιοχής. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να κατονομάσει και τη γλωσσική παραλλαγή μιας κοινωνικής ομάδας (π.χ. ως κοινωνιόλεκτος, αργκό, περιθωριακό ιδίωμα, συνθηματικό ιδίωμα κτλ.).
Παραδείγματα
Το γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης
Αλλες πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (ΛΝΕΓ). (2η έκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ
- Τσάκωνα, Β. (2012). Διάλεκτος—Ιδίωμα. Στο Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=138
- Περιθωριακά Ιδιώματα. (χ.χ.). Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Διαθέσιμο από: http://www.elia.org.gr/research-tools/history-of-the-greek-language/modern-era/marginal-idiom/ [Πρόσβαση:5/2/2022]
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:54:00
×