Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | διάλεκτος (θηλ.)
διάλεκτος (θηλ.)
dialect
Ορισμός
ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δεν θεωρείται όμως διαφορετική γλώσσα
Σημειώσεις
Οι διάλεκτοι διαφέρουν ως προς τα φωνολογικά, γραμματικά, λεξιλογικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τον τόπο και με την ιδιαίτερη ομάδα πληθυσμού που τις χρησιμοποιεί.
Παραδείγματα
κρητική διάλεκτος, ποντιακή διάλεκτος, αττική διάλεκτος
Πηγή ορισμού
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Αλλες πηγές
- Πατάκης, Σ.Α. (Συντονιστής). (2015/2023). Μεγάλο ηλεκτρονικό λεξικό νεοελληνικής γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) [Επιγραμμικό]. Πατάκης. Διαθέσιμο από: http://lexicon-neohel.patakis.gr/el/
- Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (ΛΝΕΓ). (2η έκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ
- Χαραλαμπάκης, Χ. Γ. (Επιμ.). (2014/2022). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (ΧΛΝΓ). Ακαδημία Αθηνών. https://christikolexiko.academyofathens.gr/
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2023-02-10 16:46:32
×