Γενικές έννοιες | Έννοιες και όροι | διακριτός (επίθ.)
διακριτός (επίθ.)
διακρίσιμος (επίθ.), διακριτή (επίθ.), διακρίσιμη (επίθ.)
διακρίσιμος (επίθ.), διακριτή (επίθ.), διακρίσιμη (επίθ.)
distinct (adj.)
distinguishable (adj.), discernible (adj.)
distinguishable (adj.), discernible (adj.)
Ορισμός
αυτός που δύναται να ξεχωριστεί από κάποιον/κάποια ή κάτι άλλο
Σημειώσεις
Με το επίθετο διακριτός/ή/ό ορίζεται αυτός/ή/ό που είναι διαφορετικός/ή/ό από άλλο πράγμα στο ίδιο συγκείμενο / πλαίσιο εφαρμογής και μπορεί να γίνει αντιληπτός/ή/ό. Υπάρχει διάκριση στη σημασία με το ομόγραφο διάκριτος/η/ο που διαφέρουν στον τονισμό, το οποίο χρησιμοποιείται γενικά για κάτι/κάποιον/κάποια που έχει θετικά ατομικά χαρακτηριστικά που το/τον/την ξεχωρίζουν έναντι άλλων.
Παραδείγματα
διακριτό σήμα, διακριτή διαφορά
Πηγή ορισμού
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Αλλες πηγές
- Δημητράκος, Δ. (2000). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Πρόοδος.
- ISO/IEC 9075-2:2016 Information technology — Database languages — SQL — Part 2: Foundation (SQL/Foundation)
- Βαλεοντής, Κ. (Επιμ.). (2005). Άλλο «διάκριτος» άλλο «διακριτός». Ορόγραμμμα, 74, Σεπτ. - Οκτ. Διαθέσιμο από: http://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or74_V04.pdf
- διακριτός. (2021). Στο Βικιλεξικό. https://el.wiktionary.org/wiki/διακριτός
Θέμα
Έννοιες και όροι
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2025-03-30 15:07:10
×