Γενικές έννοιες | Έννοιες και όροι | διάκριτος (επίθ.)
διάκριτος (επίθ.)
διακεκριμένος (επίθ.), διάκριτη (επίθ.), διακεκριμένη (επίθ.)
διακεκριμένος (επίθ.), διάκριτη (επίθ.), διακεκριμένη (επίθ.)
discrete (adj.)
Ορισμός
ο εκλεκτός, αυτός που ξεχωρίζει
Σημειώσεις
Υπάρχει διάκριση στη σημασία ανάμεσα στα ομόγραφα που διαφέρουν στον τονισμό «διάκριτος» και «διακριτός», όπου το πρώτο χρησιμοποιείται γενικά για κάτι/κάποιον/κάποια που έχει θετικά ατομικά χαρακτηριστικά που το/τον/την ξεχωρίζουν έναντι άλλων, ενώ το δεύτερο αναφέρεται σε κάτι/κάποιον/κάποια που στο ίδιο συγκείμενο / πλαίσιο εφαρμογής μπορεί να γίνει αισθητό/ός/ή ή αντιληπτό/ός/ή από ένα σύνολο. Στο Λεξικό Δημητράκου ο 'διάκριτος' ορίζεται ως ο κεχωρισμένος, ο εκλεκτός, ο διακεκριμένος. Αν και στη γενική γλώσσα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ο «διακριτός», στα Μαθηματικά και σε άλλες επιστήμες η ΕΛΕΤΟ έχει καθιερώσει τον όρο «διάκριτος».
Παραδείγματα
διάκριτες τιμές
Πηγή ορισμού
Δημητράκος, Δ. (2000). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Πρόοδος.
Αλλες πηγές
- Βαλεοντής, Κ. (Επιμ.). (2005). Άλλο «διάκριτος» άλλο «διακριτός». Ορόγραμμμα, 74, Σεπτ. - Οκτ. Διαθέσιμο από: http://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or74_V04.pdf
- διάκριτος. (2022). Στο Βικιλεξικό. https://el.wiktionary.org/wiki/διάκριτος
Θέμα
Έννοιες και όροι
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Βλέπε επίσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2025-03-30 15:01:28
×