Skip to main content

Search from vocabulary

Αναζήτηση λήμματος

διάκριτος (επίθ.)
διακεκριμένος (επίθ.), διάκριτη (επίθ.), διακεκριμένη (επίθ.)
discrete (adj.)

Ορισμός

ο εκλεκτός, αυτός που ξεχωρίζει

Σημειώσεις

Υπάρχει διάκριση στη σημασία ανάμεσα στα ομόγραφα που διαφέρουν στον τονισμό «διάκριτος» και «διακριτός», όπου το πρώτο χρησιμοποιείται γενικά για κάτι/κάποιον/κάποια που έχει θετικά ατομικά χαρακτηριστικά που το/τον/την ξεχωρίζουν έναντι άλλων, ενώ το δεύτερο αναφέρεται σε κάτι/κάποιον/κάποια που στο ίδιο συγκείμενο / πλαίσιο εφαρμογής μπορεί να γίνει αισθητό/ός/ή ή αντιληπτό/ός/ή από ένα σύνολο. Στο Λεξικό Δημητράκου ο 'διάκριτος' ορίζεται ως ο κεχωρισμένος, ο εκλεκτός, ο διακεκριμένος. Αν και στη γενική γλώσσα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ο «διακριτός», στα Μαθηματικά και σε άλλες επιστήμες η ΕΛΕΤΟ έχει καθιερώσει τον όρο «διάκριτος».


Παραδείγματα

διάκριτες τιμές


Πηγή ορισμού

Δημητράκος, Δ. (2000). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Πρόοδος.

Αλλες πηγές

Θέμα

Έννοιες και όροι

Κεφάλαιο

Γενικές έννοιες

Βλέπε επίσης

Στοιχεία σύνταξης

Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2025-03-30 15:01:28