Διοίκηση οργανισμών πληροφόρησης και τεκμηρίωσης | Διοίκηση | εμπορικός (επίθ.)
εμπορικός (επίθ.)
commercial (adj.)
Ορισμός
που ανήκει ή αναφέρεται ή έχει ως αντικείμενό του το εμπόριο ή τον έμπορο
Σημειώσεις
Ό,τι έχει σχέση με το εμπόριο και τις εμπορικές επιχειρήσεις ή δραστηριότητες.
Πηγή ορισμού
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (ΛΚΝ). Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Αλλες πηγές
- Χρυσοβιτσιώτης, Ι., & Σταυρακόπουλος, Ι. (1995). Αγγλοελληνικό και Ελληνοαγγλικό λεξικό εμπορικών τραπεζικών και οικονομικών όρων: ερμηνευτικό χρηστικό (4η εκδ. πλήρως αναθεωρημένη και επαυξημένη). Παπαζήσης.
Θέμα
Διοίκηση
Κεφάλαιο
Διοίκηση οργανισμών πληροφόρησης και τεκμηρίωσης
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2024-04-19 13:56:27
×