Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | λέξη
λέξη
ορθογραφική λέξη
ορθογραφική λέξη
orthographic word
word
word
Ορισμός
λέξημα το οποίο έχει, ως ελάχιστη ιδιότητα, ένα μέρος του λόγου
Σημειώσεις
Η λέξη είναι το μικρότερο στοιχείο με σημασιολογικό ή πραγματολογικό περιεχόμενο (με κυριολεκτική ή πρακτική σημασία) που μπορεί να εκφωνηθεί και να σταθεί μόνο του στον λόγο και να διακριθεί ως χωριστή μονάδα μέσα σε μια πρόταση. Στον γραπτό λόγο, μια ξεχωρίζει από κενά διαστήματα ή σημεία στίξης που υπάρχουν πριν και μετά από αυτήν, ενώ στον προφορικό λόγο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παύσεις. Στο ΛΝΕΓ, η λέξη διακρίνεται στη φωνολογική, στη σημασιολογική και στην ορθογραφική λέξη, όπου η τελευταία ορίζεται από τη διαδοχή των γραμμάτων που χρησιμοποιούνται για τη συμβατικά αποδεκτή ορθή γραφή της.
Παραδείγματα
Οι παρακάτω γλωσσικές μονάδες είναι (ορθογραφικές) λέξεις: είδηση, καλησπέρα, και.
Πηγή ορισμού
ISO 5127:2017 Information and documentation — Foundation and vocabulary
Αλλες πηγές
- Λέξη. (2021). Στο: Βικιπαίδεια. Διαθέσιμο από: https://el.wikipedia.org/wiki/Λέξη
- Γιαννουλοπούλου, Γ. (2012). Λέξη. Στο Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=80
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2024-11-09 08:48:45
×