Γενικές έννοιες | Έννοιες και όροι | δάνειος όρος <διαγλωσσικός δανεισμός>
δάνειος όρος <διαγλωσσικός δανεισμός>
γλωσσικό δάνειο
γλωσσικό δάνειο
loan term
Ορισμός
όρος που έχει ληφθεί από άλλη γλώσσα στην οποία είναι αποδεκτός
Σημειώσεις
Το γλωσσικό δάνειο είναι όρος που λαμβάνεται από μια γλώσσα προκειμένου να σχηματιστεί νέος όρος σε άλλη γλώσσα. Μπορεί να είναι άμεσο ή μεταφραστικό δάνειο (βλ. σχετικά λήμματα). Επίσης, αν ένα γλωσσικό δάνειο επιστρέψει στην αρχική γλώσσα στην ίδια μορφή ή με κάποιες αλλαγές, ονομάζεται αντιδάνειο. Ως τέτοια περίπτωση έχει συζητηθεί η λέξη κορόνα (ως πρώτο συνθετικό του όρου κορονοϊός) προερχόμενη από τη λατινική corona, της οποίας η προέλευση συζητείται αν είναι από την αρχαιοελληνική κορώνη (βλ. π.χ. σχετική συζήτηση εδώ: https://www.lexilogia.gr/threads/coronavirus-κορονοϊός-κοροναϊός.14814/).
Παραδείγματα
Ίντερνετ από Internet
Διαδίκτυο από Internet
Πηγή ορισμού
ISO 5127:2017 Information and documentation — Foundation and vocabulary
Αλλες πηγές
- ISO 704:2022 Terminology work — Principles and methods
- ΕΛΟΤ 402:2010 Ορολογική εργασία – Αρχές και μέθοδοι
- Βαλεοντής, Κ.Ε., & Κριμπάς, Π.Γ. (2014). Νομική γλώσσα, νομική ορολογία: θεωρία και πράξη. Νομική Βιβλιοθήκη/ΕΛΕΤΟ. Διαθέσιμο από: http://www.eleto.gr/download/BooksAndArticles/2014_Valeontis_&_Krimpas_LegalLanguage-LegalTerminology.pdf
Θέμα
Έννοιες και όροι
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2024-04-19 07:17:04
×