Γενικές έννοιες | Γλώσσα και ορολογία | διαγλωσσικός δανεισμός
διαγλωσσικός δανεισμός
γλωσσικός δανεισμός
γλωσσικός δανεισμός
translingual borrowing
Ορισμός
δανεισμός όρου από άλλη φυσική γλώσσα
Σημειώσεις
Ο διαγλωσσικός δανεισμός είναι μηχανισμός σχηματισμού όρου με δανεισμό όρου από άλλη φυσική γλώσσα και μπορεί να είναι άμεσος ή μεταφραστικός δανεισμός (βλ. σχ. λήμματα). Οι όροι που προκύπτουν ονομάζονται γλωσσικά δάνεια.
Παραδείγματα
Ο ελληνικός όρος "λέιζερ" έχει προκύψει ως (άμεσο) γλωσσικό δάνειο από τον αγγλικό όρο laser.
Πηγή ορισμού
ISO 1087:2019 Terminology work and terminology science — Vocabulary
Αλλες πηγές
- ΕΛΟΤ 402:2010 Ορολογική εργασία – Αρχές και μέθοδοι
- ISO 704:2022 Terminology work — Principles and methods
- Νικηφορίδου, Κ. (2012). Γλωσσικό δάνειο—Γλωσσικός δανεισμός. Στο Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Διαθέσιμο από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/modern_greek/tools/lexica/glossology_edu/lemma.html?id=136
- Βαλεοντής, Κ.Ε., & Κριμπάς, Π.Γ. (2014). Νομική γλώσσα, νομική ορολογία: θεωρία και πράξη. Νομική Βιβλιοθήκη/ΕΛΕΤΟ. Διαθέσιμο από: http://www.eleto.gr/download/BooksAndArticles/2014_Valeontis_&_Krimpas_LegalLanguage-LegalTerminology.pdf
Θέμα
Γλώσσα και ορολογία
Κεφάλαιο
Γενικές έννοιες
Στοιχεία σύνταξης
Ημ. Δημιουργίας
2023-01-01 00:00:00
Τελευταία τροποποίηση
2024-04-07 10:06:13
×